- ἐπιθανάτια
- ἐπιθανάτιοςcondemned to deathneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιθανατίαν — ἐπιθανατίᾱν , ἐπί θανατιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπιθανατίᾱν , ἐπί θανατιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod … Hofmann J. Lexicon universale
αγγελομάχημα — το [αγγελομαχώ] επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα … Dictionary of Greek
αγγελοπάλεμα — το επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
ασφάδαστος — ἀσφάδαστος, ον (Α) [σφαδάζω] (κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία … Dictionary of Greek
γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… … Dictionary of Greek
δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… … Dictionary of Greek
δυσθανασία — η παρατεταμένη και επώδυνη επιθανάτια αγωνία … Dictionary of Greek
επιθανάτιος — ἐπιθανάτιος, α, ο (AM ἐπιθανάτιος, ον) [επιθάνατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ετοιμοθάνατο (α. «επιθανάτιος ρόγχος» β. «επιθανάτια αγωνία») αρχ. μσν. επικήδειος, νεκρικός («μέλος ἐπιθανάτιον») μσν. φρ. «ἐπιθανάτιον γράμμα» η… … Dictionary of Greek